“Κατά την 7 ‘Οκτωβρίου ο στρατηγός Θ. Κολοκοτρώνης, σύμβουλος εν ενεργεία, επισκεφθείς το Ελληνικόν Γυμνάσιον της καθέδρας ηκροάσθη μίαν και ημίσειαν ώραν τον πεπαιδευμένον γυμνασιάρχην κ. Γεννάδιον παραδίδοντα. Ενθουσιασθείς και από την παράδοσιν και από την θέαν τοσούτων μαθητών είπε προς τον Γεννάδιον, την οποίαν συνέλαβεν επιθυμίαν του να ομιλήση, ει δυνατόν, και ο ίδιος προς τους νέους μαθητάς. Την πρότασίν του αυτήν απεδέχθη ο κ. Γυμνασιάρχης με την μεγαλυτέραν ευχαρίστησαν και προσδιόρισε την 10ην ώραν της επιούσης ως ημέρας εορτασίμου. Αλλά το πλήθος των μαθητών και ή στενότης του Γυμνασίου παρεκίνησε τους διδασκάλους να εξέλθωσιν εις την Πνύκα, ως μέρος ευρύχωρον και μεμακρυσμένον οπωσούν. Την επαύριον, δυο απεσταλμένοι μαθηταί επροσκάλεσαν από της οικίας του τον στρατηγόν Κολοκοτρώνην εις την Πνύκα. Οι κάτοικοι των Αθηνών ηγνόουν μέχρις εκείνης της στιγμής την περίστασιν ταύτην. Άμα ή φήμη διεδόθη, συνέρρευσε πλήθος διαφόρων επαγγελμάτων και τάξεων άνθρωποι. Ο δε στρατηγός Κολοκοτρώνης, περιτριγυρισμένος και από τους μαθητάς και από τούτους επί του βήματος της Πνυκός ομίλησε τον ακόλουθον λόγον, του οποίου εγγυώμεθα το ακριβές, καθ’ όσον δυνάμεθα να ενθυμηθώμεν”. Εφημερίς “ΑΙΩΝ”, 13 Νοεμβρίου 1838